- κεντημένος
- η , ο вышитый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αραχνοκέντητος — κ. κεντημένος, η, ο λεπτότατα κεντημένος … Dictionary of Greek
μαργαροκεντημένος — μαργαροκεντημένος, η, ον (Μ) κεντημένος με μαργαριτάρια («καβάδ ἐφόρειεν εὔμορφο μαργαροκεντημένο», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάργαρος + κεντημένος (< κεντῶ)] … Dictionary of Greek
πλουμαρικός — ή, όν, Α [πλουμάριος] 1. κεντημένος, πεποικιλμένος, πλουμάτος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλουμαρικόν κεντημένος χιτώνας … Dictionary of Greek
Παναθήναια — I Η μεγαλύτερη θρησκευτική και πολιτική γιορτή των αρχαίων Αθηνών. Iδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Θησέα και γιορταζόταν τον μήνα Εκατομβαιώνα (Ιούλιο Αύγουστο) προς τιμήν της Πολιάδας Αθηνάς. Τα Π. διακρίνονταν σε Μικρά, που γίνονταν κάθε… … Dictionary of Greek
αργυροκέντητος — η, ο (Μ ἀργυροκέντητος, ον) ο κεντημένος με ασημένιες κλωστές … Dictionary of Greek
ασημοκεντημένος — η, ο 1. κεντημένος με ασημένια κλωστή 2. αυτός που έχει ασημένια διακόσμηση … Dictionary of Greek
αστροκεντημένος — η, ο ο κεντημένος με άστρα ή με διακοσμητικά στοιχεία σε σχήμα άστρου … Dictionary of Greek
ενασκώ — (AM ενασκῶ, έω) νεοελλ. εξασκώ, κάνω χρήση δικαιώματος ή ιδιότητας («ενασκεί προεδρικά καθήκοντα») μσν. (για μοναχούς) μονάζω αρχ. 1. γυμνάζω, ασκώ κάποιον 2. (ενεργ. αμτβ.) γυμνάζομαι 3. είμαι ενυφασμένος, κεντημένος πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
εξέμπλωτος — ἐξέμπλωτος, ον (Μ) στολισμένος, κεντημένος … Dictionary of Greek
ζωωτός — ζῳωτός, όν, θηλ. και ή (Α) αυτός που είναι ζωγραφισμένος, κεντημένος ή διακοσμημένος με εικόνες ζώων («ζῳωτὸς χιτών», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
κατάπαστος — κατάπαστος, ον (Α) [καταπάσσω] 1. καλά πασπαλισμένος 2. καλυμμένος, σκεπασμένος («ἔλθοις στεφάνοις κατάπαστος», Αριστοφ.) 2. κεντημένος, καταστολισμένος («χιτών χρυσῷ κατάπαστος», Διόδ.) 3. κατάλληλος για πασπάλισμα, για ράντισμα … Dictionary of Greek